- αργυροκόλλητος
- -η, -οαυτός που πάνω του είναι κολλημένα ασημένια στολίδια: Η λαβή της πιστόλας ήταν αργυροκόλλητη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.